Η κάκωση του στροφικού πετάλου του ώμου μπορεί να περιλαμβάνει τον τραυματισμό ή τη ρήξη ενός μεμονωμένου τένοντα ή συνδυασμό τενόντων.

Ιδιαίτερα συχνοί είναι οι τραυματισμοί αθλητών, όπου το άθλημά τους περιλαμβάνει ρίψεις πάνω από το επίπεδο του ώμου), λόγω:

i. Επαναλαμβανόμενης καταπόνησης ειδικά στη φάση επιβράδυνσης όπου οι ασκούμενες δυνάμεις στο στροφικό πέταλο είναι ισχυρές οδηγώντας σταδιακά αρχικά σε μικρορήξεις και ακολούθως σε ρήξη των τενόντων.

ii. Στο έσω σύνδρομο πρόσκρουσης που παρατηρείται στους αθλητές αυτούς όπου οδηγεί σταδιακά σε μερική ρήξη του τενόντιου στροφικού πετάλου.

Η ρήξη του στροφικού πετάλου του ώμου μπορεί να είναι:

i. Οξεία απόσπαση ή ρήξη των τενόντων από την κατάφυσή τους, συχνότερα του υπερακανθίου και υπακανθίου από το μείζονα βραχιόνιο όγκωμα ή του υποπλατίου από το έλασσον βραχιόνιο όγκωμα. Παρατηρείται συχνότερα σε νέους ασθενείς μετά από πτώση ή οξύ τραυματισμό του ώμου.

Επίσης σε ασθενείς άνω των 40 ετών παρατηρείται σε εξάρθρημα του ώμου.

Πλήρης ρήξη του τένοντα χρειάζεται χειρουργική αντιμετώπιση.

ii. Χρόνια εκφυλιστική ρήξη, συνήθως σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας.

Στις περιπτώσεις αυτές οι ασθενείς παραπονούνται για ωμαλγία με περιορισμό στην απαγωγή και έξω στροφή από μήνες, ενώ ξαφνικά μετά έντονη δραστηριότητα ή τραυματισμό αναφέρουν πλήρη κατάργηση απαγωγής του ώμου και έντονο πόνο.

Η ρήξη συνήθως περιλαμβάνει τον υπερακάνθιο, τον υπακάνθιο και τον ελάσσονα στρογγύλο, ενώ μπορεί να επεκτείνεται προσθίως και στον υποπλάτιο και πρόσθιο αρθρικό θύλακο.

Οι χρόνιες εκφυλιστικές ρήξεις είναι αποτέλεσμα του συνδρόμου υπακρωμιακής πρόσκρουσης, όπου ο υπερακάνθιος τένοντας λόγω πρόσκρουσης στο ακρώμιο εκφυλίζεται και σταδιακά λεπτύνεται και κόβεται.

Σε ασθενείς με στενό υπακρωμιακό χώρο, λόγω ανατομίας (ακρώμιο τύπου 2 ή 3) ή λόγω αρχόμενης αρθρίτιδας και οστεοφυτικών αλλοιώσεων στο ακρώμιο, ο υπερακάνθιος «τρίβεται» και εκφυλίζεται με αποτέλεσμα να προκαλεί πόνο και αδυναμία σε απαγωγή και έξω στροφή του ώμου.