Με τον όρο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα περιγράφουμε την παγίδευση του μέσου νεύρου (median nerve) του χεριού στην πορεία του μέσα από τον καρπιαίο σωλήνα. 

Η παγίδευση του νεύρου οφείλεται συνήθως σε οίδημα που προκαλείται από φλεγμονές και έχει σαν αποτέλεσμα την πάχυνση των στοιχείων που διέρχονται από τον καρπιαίο σωλήνα ή πάχυνση του εγκαρσίου συνδέσμου.

Άλλες αιτίες είναι κάταγμα στην περιοχή, μόλυνση, κάκωση του ίδιου του νεύρου, μικρότερο μέγεθος καρπιαίου σωλήνα εκ γενετής, εγκυμοσύνη, κύστες/όγκοι στην περιοχή, διαβήτης κ.α.

Το σύνδρομο εμφανίζεται σε ηλικίες από 30 έως 60 χρονών ενώ η συχνότητα του στις γυναίκες είναι τρεις έως πέντε φορές μεγαλύτερη από ότι στους άνδρες.

Οι πλέον ευπαθείς κοινωνικές ομάδες είναι αυτές που η εργασία τους απαιτεί στερεότυπες κινήσεις των χεριών π.χ. κομμωτές, μασέρ, υπάλληλοι γραφείου αλλά και νοικοκυρές.

Τα συμπτώματα του συνδρόμου εμφανίζονται προοδευτικά με κάψιμο και υπαισθησία στην παλάμη και τα δάκτυλα, ιδιαίτερα στον αντίχειρα, τον δείκτη, τον μέσο και τον <μισό> παράμεσο, δηλ. στα πρώτα τρεισήμισι δάκτυλα.

Τα υπόλοιπα ενάμιση τροφοδοτούνται από άλλο νεύρο (ωλένιο).

Μπορείτε μόνοι σας να ξύσετε με κάτι αιχμηρό τις δύο πλευρές του παράμεσου (<τέταρτου>) δακτύλου.

Εάν η μία πλευρά είναι μουδιασμένη και η άλλη <ζωντανή> οι πιθανότητες είναι ότι τα συμπτώματά σας οφείλονται σε σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα. 

Μπορεί επίσης να αισθάνεστε  ένα αίσθημα αδυναμίας των δακτύλων ή πρηξίματος, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι πρησμένα τα δάκτυλα.

Η να ξυπνάτε την νύχτα θέλοντας να «τινάξετε» τα χέρια σας.

Καθώς τα συμπτώματα χειροτερεύουν μπορεί να αισθάνεστε μυρμηγκιάσματα κατά τη διάρκεια της μέρας.

Αν το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, παραμείνει χωρίς αντιμετώπιση μπορεί να παρατηρηθεί ελάττωση της δύναμης δραγμού έως αδυναμία σχηματισμού γροθιάς, ατροφία των μυών του θέναρος (βάσης του αντίχειρα), αδυναμία διαχωρισμού ζεστού-κρύου.